- φρῖχ'
- φρῖκα , φρίξrufflingmasc acc sgφρῖκε , φρίξrufflingmasc nom/voc/acc dualφρῖκαι , φρίκηshudderingfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φρίχ' — φρί̱κᾱͅ , φρίκη shuddering fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπαΐσσω — και αττ. τ. ὑπᾴσσω Α 1. κινούμαι ταχέως κάτω από κάτι («θρώσκων τις κατὰ κῡμα μέλαιναν φρῑχ ὑπαΐξει ἰχθύς», Ομ. Ιλ.) 2. εξέρχομαι από κάτω («βωμοῡ ὑπαΐξας», Ομ. Ιλ.) 3. ορμώ έξω («ὑπᾴξας διὰ θυρῶν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀΐσσω «κινούμαι… … Dictionary of Greek